Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πανάλωτος
πανάμμορος
πανάμωμος
παναοίδιμος
πανάπαλος
παναπήμων
πανάποτμος
πανάργυρος
πανάρετος
πανάριστος
παναρκής
παναρμόνιος
πάναρχος
πανατρεκής
παναφῆλιξ
πανάφθιτος
πανάφυκτος
πανάφυλλος
Παναχαιοί
παναώριος
πανδαισία
View word page
παναρκής
παναρκής πᾰν-αρκής, ές ἀρκέω all-sufficing:—the gen. fem. παναρκέτας in Aesch. is prob. corrupt.

ShortDef

all-sufficing

Debugging

Headword:
παναρκής
Headword (normalized):
παναρκής
Headword (normalized/stripped):
παναρκης
IDX:
24318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24346
Key:
panarkh/s

Data

{'content': 'παναρκής\n πᾰν-αρκής, ές\n ἀρκέω\n all-sufficing:—the gen. fem. παναρκέτας in Aesch. is prob. corrupt.', 'key': 'panarkh/s'}