Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παμπρόσθη
πάμπρωτος
παμφάγος
παμφαής
παμφαίνω
παμφανόων
παμφάρμακος
παμφεγγής
πάμφθαρτος
πάμφλεκτος
πάμφορβος
πάμφορος
πάμφυλος
πάμφωνος
παμψηφεί
πάμψυχος
πάναβρος
παναγής
παναγρεύς
πάναγρος
πανάγρυπνος
View word page
πάμφορβος
πάμφορβος πάμ-φορβος, η, ον φέρβω all-feeding, Anth.
ShortDef
all-feeding
Debugging
Headword:
πάμφορβος
Headword (normalized):
πάμφορβος
Headword (normalized/stripped):
παμφορβος
IDX:
24285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24313
Key:
pa/mforbos
Data
{'content': 'πάμφορβος\n πάμ-φορβος, η, ον\n φέρβω\n all-feeding, Anth.', 'key': 'pa/mforbos'}