Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναπλόω
ἀνάπνευμα
ἀνάπνευσις
ἀνάπνευστος
ἀναπνέω
ἀναπνοή
ἀναποδίζω
ἀνάποινος
ἀναπολέω
ἀναπολίζω
ἀναπομπή
ἀναπόμπιμος
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
ἀναπράσσω
ἀναπρήθω
ἀναπτερόω
ἀναπτοέω
ἀναπτύσσω
ἀναπτυχή
ἀναπτύω
View word page
ἀναπομπή
ἀναπομπή ἀναπέμπω a sending up: ἀν. θησαυρῶν a digging up of treasures, Luc.
ShortDef
a sending up
Debugging
Headword:
ἀναπομπή
Headword (normalized):
ἀναπομπή
Headword (normalized/stripped):
αναπομπη
IDX:
2430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2431
Key:
a)napomph/
Data
{'content': 'ἀναπομπή\n ἀναπέμπω\n a sending up: ἀν. θησαυρῶν a digging up of treasures, Luc.', 'key': 'a)napomph/'}