Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παμπόνηρος
παμπόρφυρος
παμπότνια
πάμπρεπτος
παμπρόσθη
πάμπρωτος
παμφάγος
παμφαής
παμφαίνω
παμφανόων
παμφάρμακος
παμφεγγής
πάμφθαρτος
πάμφλεκτος
πάμφορβος
πάμφορος
πάμφυλος
πάμφωνος
παμψηφεί
πάμψυχος
πάναβρος
View word page
παμφάρμακος
παμφάρμακος παμ-φάρμᾰκος, ον, skilled in all charms or drugs, Pind.
ShortDef
skilled in all charms
Debugging
Headword:
παμφάρμακος
Headword (normalized):
παμφάρμακος
Headword (normalized/stripped):
παμφαρμακος
IDX:
24281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24309
Key:
pamfa/rmakos
Data
{'content': 'παμφάρμακος\n παμ-φάρμᾰκος, ον,\n skilled in all charms or drugs, Pind.', 'key': 'pamfa/rmakos'}