Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάμπολις
πάμπολυς
παμπόνηρος
παμπόρφυρος
παμπότνια
πάμπρεπτος
παμπρόσθη
πάμπρωτος
παμφάγος
παμφαής
παμφαίνω
παμφανόων
παμφάρμακος
παμφεγγής
πάμφθαρτος
πάμφλεκτος
πάμφορβος
πάμφορος
πάμφυλος
πάμφωνος
παμψηφεί
View word page
παμφαίνω
παμφαίνω παμ-φαίνω, not used in other tenses redupl. from φαίνω to shine or beam brightly, of burnished metal, Il.; of a star, Il.; στήθεσι παμφαίνοντες with their breasts white-gleaming, i. e. naked, Il.

ShortDef

to shine

Debugging

Headword:
παμφαίνω
Headword (normalized):
παμφαίνω
Headword (normalized/stripped):
παμφαινω
IDX:
24279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24307
Key:
pamfai/nw

Data

{'content': 'παμφαίνω\n παμ-φαίνω,\n not used in other tenses\n redupl. from φαίνω\n to shine or beam brightly, of burnished metal, Il.; of a star, Il.; στήθεσι παμφαίνοντες with their breasts white-gleaming, i. e. naked, Il.', 'key': 'pamfai/nw'}