Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάμπληκτος
παμποίκιλος
πάμπολις
πάμπολυς
παμπόνηρος
παμπόρφυρος
παμπότνια
πάμπρεπτος
παμπρόσθη
πάμπρωτος
παμφάγος
παμφαής
παμφαίνω
παμφανόων
παμφάρμακος
παμφεγγής
πάμφθαρτος
πάμφλεκτος
πάμφορβος
πάμφορος
πάμφυλος
View word page
παμφάγος
παμφάγος πᾰμ-φάγος, ον, all-devouring, voracious, Eur.

ShortDef

all-devouring, voracious

Debugging

Headword:
παμφάγος
Headword (normalized):
παμφάγος
Headword (normalized/stripped):
παμφαγος
IDX:
24277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24305
Key:
pamfa/gos

Data

{'content': 'παμφάγος\n πᾰμ-φάγος, ον,\n all-devouring, voracious, Eur.', 'key': 'pamfa/gos'}