Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παμπησία
παμπληθεί
παμπληθής
πάμπληκτος
παμποίκιλος
πάμπολις
πάμπολυς
παμπόνηρος
παμπόρφυρος
παμπότνια
πάμπρεπτος
παμπρόσθη
πάμπρωτος
παμφάγος
παμφαής
παμφαίνω
παμφανόων
παμφάρμακος
παμφεγγής
πάμφθαρτος
πάμφλεκτος
View word page
πάμπρεπτος
πάμπρεπτος πάμπρεπτος, ον, πρέπω all-conspicuous, Aesch.
ShortDef
all-conspicuous
Debugging
Headword:
πάμπρεπτος
Headword (normalized):
πάμπρεπτος
Headword (normalized/stripped):
παμπρεπτος
IDX:
24274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24302
Key:
pa/mpreptos
Data
{'content': 'πάμπρεπτος\n πάμπρεπτος, ον,\n πρέπω\n all-conspicuous, Aesch.', 'key': 'pa/mpreptos'}