Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πάμπαν
παμπειθής
παμπήδην
παμπησία
παμπληθεί
παμπληθής
πάμπληκτος
παμποίκιλος
πάμπολις
πάμπολυς
παμπόνηρος
παμπόρφυρος
παμπότνια
πάμπρεπτος
παμπρόσθη
πάμπρωτος
παμφάγος
παμφαής
παμφαίνω
παμφανόων
παμφάρμακος
View word page
παμπόνηρος
παμπόνηρος παμ-πόνηρος, ον, all-depraved, thoroughly knavish, Ar., Plat.: adv., παμπονήρως ἔχειν to be very ill, Luc.
ShortDef
all-depraved, thoroughly knavish
Debugging
Headword:
παμπόνηρος
Headword (normalized):
παμπόνηρος
Headword (normalized/stripped):
παμπονηρος
IDX:
24271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24299
Key:
pampo/nhros
Data
{'content': 'παμπόνηρος\n παμ-πόνηρος, ον,\n all-depraved, thoroughly knavish, Ar., Plat.: adv., παμπονήρως ἔχειν to be very ill, Luc.', 'key': 'pampo/nhros'}