Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παμπάλαιος
πάμπαν
παμπειθής
παμπήδην
παμπησία
παμπληθεί
παμπληθής
πάμπληκτος
παμποίκιλος
πάμπολις
πάμπολυς
παμπόνηρος
παμπόρφυρος
παμπότνια
πάμπρεπτος
παμπρόσθη
πάμπρωτος
παμφάγος
παμφαής
παμφαίνω
παμφανόων
View word page
πάμπολυς
πάμπολυς very much, great, large or numerous, Ar., Xen.:—in pl. very many, Ar.
ShortDef
very much, great, large
Debugging
Headword:
πάμπολυς
Headword (normalized):
πάμπολυς
Headword (normalized/stripped):
παμπολυς
IDX:
24270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24298
Key:
pa/mpolus
Data
{'content': 'πάμπολυς\n very much, great, large or numerous, Ar., Xen.:—in pl. very many, Ar.', 'key': 'pa/mpolus'}