Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παμμήτωρ
παμμίαρος
παμμιγής
πάμμορος
παμπάλαιος
πάμπαν
παμπειθής
παμπήδην
παμπησία
παμπληθεί
παμπληθής
πάμπληκτος
παμποίκιλος
πάμπολις
πάμπολυς
παμπόνηρος
παμπόρφυρος
παμπότνια
πάμπρεπτος
παμπρόσθη
πάμπρωτος
View word page
παμπληθής
παμπληθής παμ-πληθής, ές πλῆθος of or with the whole multitude, Xen. = πάμπολυς, very numerous. multitudinous, Plat., Dem. neut. as adv. entirely, Dem.

ShortDef

in or with their whole multitude

Debugging

Headword:
παμπληθής
Headword (normalized):
παμπληθής
Headword (normalized/stripped):
παμπληθης
IDX:
24266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24294
Key:
pamplhqh/s

Data

{'content': 'παμπληθής\n παμ-πληθής, ές\n πλῆθος\n of or with the whole multitude, Xen.\n = πάμπολυς, very numerous. multitudinous, Plat., Dem.\n neut. as adv. entirely, Dem.', 'key': 'pamplhqh/s'}