Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πάμμηνος
παμμήτειρα
παμμήτωρ
παμμίαρος
παμμιγής
πάμμορος
παμπάλαιος
πάμπαν
παμπειθής
παμπήδην
παμπησία
παμπληθεί
παμπληθής
πάμπληκτος
παμποίκιλος
πάμπολις
πάμπολυς
παμπόνηρος
παμπόρφυρος
παμπότνια
πάμπρεπτος
View word page
παμπησία
παμπησία παμ-πησία, ἡ, πάομαι entire possession, the full property, Aesch., Eur.

ShortDef

entire possession, the full property

Debugging

Headword:
παμπησία
Headword (normalized):
παμπησία
Headword (normalized/stripped):
παμπησια
IDX:
24264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24292
Key:
pamphsi/a

Data

{'content': 'παμπησία\n παμ-πησία, ἡ,\n πάομαι\n entire possession, the full property, Aesch., Eur.', 'key': 'pamphsi/a'}