Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παμμάταιος
πάμμαχος
πάμμεγας
παμμεγέθης
παμμέλας
παμμήκης
πάμμηνος
παμμήτειρα
παμμήτωρ
παμμίαρος
παμμιγής
πάμμορος
παμπάλαιος
πάμπαν
παμπειθής
παμπήδην
παμπησία
παμπληθεί
παμπληθής
πάμπληκτος
παμποίκιλος
View word page
παμμιγής
παμμιγής παμ-μῐγής, ές all-mingled, promiscuous, Aesch.

ShortDef

all-mingled, promiscuous

Debugging

Headword:
παμμιγής
Headword (normalized):
παμμιγής
Headword (normalized/stripped):
παμμιγης
IDX:
24258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24286
Key:
pammigh/s

Data

{'content': 'παμμιγής\n παμ-μῐγής, ές\n all-mingled, promiscuous, Aesch.', 'key': 'pammigh/s'}