Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παμβίας
παμμάταιος
πάμμαχος
πάμμεγας
παμμεγέθης
παμμέλας
παμμήκης
πάμμηνος
παμμήτειρα
παμμήτωρ
παμμίαρος
παμμιγής
πάμμορος
παμπάλαιος
πάμπαν
παμπειθής
παμπήδην
παμπησία
παμπληθεί
παμπληθής
πάμπληκτος
View word page
παμμίαρος
παμμίαρος παμ-μίᾰρος, ον, all-abominable, Ar.
ShortDef
all-abominable
Debugging
Headword:
παμμίαρος
Headword (normalized):
παμμίαρος
Headword (normalized/stripped):
παμμιαρος
IDX:
24257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24285
Key:
pammi/aros
Data
{'content': 'παμμίαρος\n παμ-μίᾰρος, ον,\n all-abominable, Ar.', 'key': 'pammi/aros'}