Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παμβασιλεύς
παμβίας
παμμάταιος
πάμμαχος
πάμμεγας
παμμεγέθης
παμμέλας
παμμήκης
πάμμηνος
παμμήτειρα
παμμήτωρ
παμμίαρος
παμμιγής
πάμμορος
παμπάλαιος
πάμπαν
παμπειθής
παμπήδην
παμπησία
παμπληθεί
παμπληθής
View word page
παμμήτωρ
παμμήτωρ παμ-μήτωρ, ορος, ἡ, μήτηρ mother of all, Aesch. a very mother, mother indeed, τοῦδε π. νεκροῦ Soph.
ShortDef
mother of all
Debugging
Headword:
παμμήτωρ
Headword (normalized):
παμμήτωρ
Headword (normalized/stripped):
παμμητωρ
IDX:
24256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24284
Key:
pammh/twr
Data
{'content': 'παμμήτωρ\n παμ-μήτωρ, ορος, ἡ,\n μήτηρ\n mother of all, Aesch.\n a very mother, mother indeed, τοῦδε π. νεκροῦ Soph.', 'key': 'pammh/twr'}