Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πᾶμα
παμβασιλεία
παμβασίλεια
παμβασιλεύς
παμβίας
παμμάταιος
πάμμαχος
πάμμεγας
παμμεγέθης
παμμέλας
παμμήκης
πάμμηνος
παμμήτειρα
παμμήτωρ
παμμίαρος
παμμιγής
πάμμορος
παμπάλαιος
πάμπαν
παμπειθής
παμπήδην
View word page
παμμήκης
παμμήκης παμ-μήκης, ες μῆκος very long, prolonged, Soph., Plat.
ShortDef
very long, prolonged
Debugging
Headword:
παμμήκης
Headword (normalized):
παμμήκης
Headword (normalized/stripped):
παμμηκης
IDX:
24253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24281
Key:
pammh/khs
Data
{'content': 'παμμήκης\n παμ-μήκης, ες\n μῆκος\n very long, prolonged, Soph., Plat.', 'key': 'pammh/khs'}