Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναπλήρωσις
ἀναπληρωτέος
ἀνάπλοος
ἀναπλόω
ἀνάπνευμα
ἀνάπνευσις
ἀνάπνευστος
ἀναπνέω
ἀναπνοή
ἀναποδίζω
ἀνάποινος
ἀναπολέω
ἀναπολίζω
ἀναπομπή
ἀναπόμπιμος
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
ἀναπράσσω
ἀναπρήθω
ἀναπτερόω
ἀναπτοέω
View word page
ἀνάποινος
ἀνάποινος ἄποινα without ransom, only in neut. ἀνάποινον as adv., Il.
ShortDef
without ransom
Debugging
Headword:
ἀνάποινος
Headword (normalized):
ἀνάποινος
Headword (normalized/stripped):
αναποινος
IDX:
2427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2428
Key:
a)na/poinos
Data
{'content': 'ἀνάποινος\n ἄποινα\n without ransom, only in neut. ἀνάποινον as adv., Il.', 'key': 'a)na/poinos'}