Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλτός
παλύνω
πᾶμα
παμβασιλεία
παμβασίλεια
παμβασιλεύς
παμβίας
παμμάταιος
πάμμαχος
πάμμεγας
παμμεγέθης
παμμέλας
παμμήκης
πάμμηνος
παμμήτειρα
παμμήτωρ
παμμίαρος
παμμιγής
πάμμορος
παμπάλαιος
πάμπαν
View word page
παμμεγέθης
παμμεγέθης παμ-μεγέθης, ες = πάμμεγᾰς, Xen., Dem. neut. as adv., παμμέγεθες ἀναβοᾶν Aeschin.

ShortDef

very great, immense

Debugging

Headword:
παμμεγέθης
Headword (normalized):
παμμεγέθης
Headword (normalized/stripped):
παμμεγεθης
IDX:
24251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24279
Key:
pammege/qhs

Data

{'content': 'παμμεγέθης\n παμ-μεγέθης, ες\n = πάμμεγᾰς, Xen., Dem.\n neut. as adv., παμμέγεθες ἀναβοᾶν Aeschin.', 'key': 'pammege/qhs'}