Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πάλλευκος
Παλληνεύς
Παλλήνη
πάλλω
πάλος
παλτός
παλύνω
πᾶμα
παμβασιλεία
παμβασίλεια
παμβασιλεύς
παμβίας
παμμάταιος
πάμμαχος
πάμμεγας
παμμεγέθης
παμμέλας
παμμήκης
πάμμηνος
παμμήτειρα
παμμήτωρ
View word page
παμβασιλεύς
παμβασιλεύς παμ-βᾰσῐλεύς, έως, ὁ, an absolute monarch, Arist.
ShortDef
an absolute monarch
Debugging
Headword:
παμβασιλεύς
Headword (normalized):
παμβασιλεύς
Headword (normalized/stripped):
παμβασιλευς
IDX:
24246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24274
Key:
pambasileu/s
Data
{'content': 'παμβασιλεύς\n παμ-βᾰσῐλεύς, έως, ὁ,\n an absolute monarch, Arist.', 'key': 'pambasileu/s'}