Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλλακή
παλλακίδιον
παλλακίς
Παλλάς
πάλλευκος
Παλληνεύς
Παλλήνη
πάλλω
πάλος
παλτός
παλύνω
πᾶμα
παμβασιλεία
παμβασίλεια
παμβασιλεύς
παμβίας
παμμάταιος
πάμμαχος
πάμμεγας
παμμεγέθης
παμμέλας
View word page
παλύνω
παλύνω πᾰλύ_νω, πάλλω to strew or sprinkle, ἄλφιτα παλύνειν Hom. to bestrew, besprinkle, with dat. of the thing sprinkled, παλύνας ἀλφίτου ἀκτῇ Od. of liquids, ἁ σῦριγξ εὐρῶτι παλύνεται Theocr. to sprinkle, cover lightly, χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας Il.

ShortDef

to strew

Debugging

Headword:
παλύνω
Headword (normalized):
παλύνω
Headword (normalized/stripped):
παλυνω
IDX:
24242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24270
Key:
palu/nw

Data

{'content': 'παλύνω\n πᾰλύ_νω,\n πάλλω\n to strew or sprinkle, ἄλφιτα παλύνειν Hom.\n to bestrew, besprinkle, with dat. of the thing sprinkled, παλύνας ἀλφίτου ἀκτῇ Od.\n of liquids, ἁ σῦριγξ εὐρῶτι παλύνεται Theocr.\n to sprinkle, cover lightly, χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας Il.', 'key': 'palu/nw'}