Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλίρρυτος
παλίσσυτος
παλίωξις
Παλλάδιον
παλλακεύομαι
παλλακή
παλλακίδιον
παλλακίς
Παλλάς
πάλλευκος
Παλληνεύς
Παλλήνη
πάλλω
πάλος
παλτός
παλύνω
πᾶμα
παμβασιλεία
παμβασίλεια
παμβασιλεύς
παμβίας
View word page
Παλληνεύς
Παλληνεύς Παλληνεύς, έως, ὁ, an inhabitant of Παλλήνη; fem. Παλληνίς, ίδος, Hdt.

ShortDef

an inhabitant of Παλλήνη

Debugging

Headword:
Παλληνεύς
Headword (normalized):
παλληνεύς
Headword (normalized/stripped):
παλληνευς
IDX:
24237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24265
Key:
*pallhneu/s

Data

{'content': 'Παλληνεύς\n Παλληνεύς, έως, ὁ,\n an inhabitant of Παλλήνη; fem. Παλληνίς, ίδος, Hdt.', 'key': '*pallhneu/s'}