Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλίρροια
παλίρροπος
παλίρροος
παλίρροχθος
παλιρρύμη
παλίρρυτος
παλίσσυτος
παλίωξις
Παλλάδιον
παλλακεύομαι
παλλακή
παλλακίδιον
παλλακίς
Παλλάς
πάλλευκος
Παλληνεύς
Παλλήνη
πάλλω
πάλος
παλτός
παλύνω
View word page
παλλακή
παλλακή παλλᾰκή, ἡ, = παλλακίς, Hdt., Ar., etc.

ShortDef

concubine, mistress

Debugging

Headword:
παλλακή
Headword (normalized):
παλλακή
Headword (normalized/stripped):
παλλακη
IDX:
24232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24260
Key:
pallakh/

Data

{'content': 'παλλακή\n παλλᾰκή, ἡ,\n = παλλακίς, Hdt., Ar., etc.', 'key': 'pallakh/'}