Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλιουροφόρος
παλιρροέω
παλιρρόθιος
παλίρροθος
παλίρροια
παλίρροπος
παλίρροος
παλίρροχθος
παλιρρύμη
παλίρρυτος
παλίσσυτος
παλίωξις
Παλλάδιον
παλλακεύομαι
παλλακή
παλλακίδιον
παλλακίς
Παλλάς
πάλλευκος
Παλληνεύς
Παλλήνη
View word page
παλίσσυτος
παλίσσυτος πᾰλίσ-σῠτος, ον, σεύω rushing hurriedly back, δρόμημα π. hurried flight, Soph.; παλ. στείχειν Eur.

ShortDef

rushing hurriedly back

Debugging

Headword:
παλίσσυτος
Headword (normalized):
παλίσσυτος
Headword (normalized/stripped):
παλισσυτος
IDX:
24228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24256
Key:
pali/ssutos

Data

{'content': 'παλίσσυτος\n πᾰλίσ-σῠτος, ον,\n σεύω\n rushing hurriedly back, δρόμημα π. hurried flight, Soph.; παλ. στείχειν Eur.', 'key': 'pali/ssutos'}