Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλίνορτος
πάλιν
παλίνσκιος
παλινσκοπιά
παλίνσοος
παλινστομέω
παλίντιτος
παλίντονος
παλιντράπελος
παλιντριβής
παλίντροπος
παλιντυχής
παλινῳδέω
παλινῳδία
παλίουρος
παλιουροφόρος
παλιρροέω
παλιρρόθιος
παλίρροθος
παλίρροια
παλίρροπος
View word page
παλίντροπος
παλίντροπος πᾰλίν-τροπος, ον, turned back, averted, Lat. retortus, π. ὄμματα Aesch. turning back, Soph., Eur.

ShortDef

turned back, averted

Debugging

Headword:
παλίντροπος
Headword (normalized):
παλίντροπος
Headword (normalized/stripped):
παλιντροπος
IDX:
24213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24241
Key:
pali/ntropos

Data

{'content': 'παλίντροπος\n πᾰλίν-τροπος, ον,\n turned back, averted, Lat. retortus, π. ὄμματα Aesch.\n turning back, Soph., Eur.', 'key': 'pali/ntropos'}