Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλίνορσος
παλίνορτος
πάλιν
παλίνσκιος
παλινσκοπιά
παλίνσοος
παλινστομέω
παλίντιτος
παλίντονος
παλιντράπελος
παλιντριβής
παλίντροπος
παλιντυχής
παλινῳδέω
παλινῳδία
παλίουρος
παλιουροφόρος
παλιρροέω
παλιρρόθιος
παλίρροθος
παλίρροια
View word page
παλιντριβής
παλιντριβής πᾰλιν-τρῐβής, ές τρίβω rubbed again and again: hence hardened, knavish, Soph.

ShortDef

rubbed again and again

Debugging

Headword:
παλιντριβής
Headword (normalized):
παλιντριβής
Headword (normalized/stripped):
παλιντριβης
IDX:
24212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24240
Key:
palintribh/s

Data

{'content': 'παλιντριβής\n πᾰλιν-τρῐβής, ές\n τρίβω\n rubbed again and again: hence hardened, knavish, Soph.', 'key': 'palintribh/s'}