Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναπλέκω
ἀνάπλεος
ἀναπλέω
ἀναπληρόω
ἀναπλήρωσις
ἀναπληρωτέος
ἀνάπλοος
ἀναπλόω
ἀνάπνευμα
ἀνάπνευσις
ἀνάπνευστος
ἀναπνέω
ἀναπνοή
ἀναποδίζω
ἀνάποινος
ἀναπολέω
ἀναπολίζω
ἀναπομπή
ἀναπόμπιμος
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
View word page
ἀνάπνευστος
ἀνάπνευστος without breath, breathless, Hes.

ShortDef

without breath, breathless

Debugging

Headword:
ἀνάπνευστος
Headword (normalized):
ἀνάπνευστος
Headword (normalized/stripped):
αναπνευστος
IDX:
2423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2424
Key:
a)na/pneustos

Data

{'content': 'ἀνάπνευστος\n without breath, breathless, Hes.', 'key': 'a)na/pneustos'}