Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παλινόρμενος
παλίνορσος
παλίνορτος
πάλιν
παλίνσκιος
παλινσκοπιά
παλίνσοος
παλινστομέω
παλίντιτος
παλίντονος
παλιντράπελος
παλιντριβής
παλίντροπος
παλιντυχής
παλινῳδέω
παλινῳδία
παλίουρος
παλιουροφόρος
παλιρροέω
παλιρρόθιος
παλίρροθος
View word page
παλιντράπελος
παλιντράπελος πᾰλιν-τράπελος, ον, = παλίντροπος, Pind.
ShortDef
causing a change
Debugging
Headword:
παλιντράπελος
Headword (normalized):
παλιντράπελος
Headword (normalized/stripped):
παλιντραπελος
IDX:
24211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24239
Key:
palintra/pelos
Data
{'content': 'παλιντράπελος\n πᾰλιν-τράπελος, ον,\n = παλίντροπος, Pind.', 'key': 'palintra/pelos'}