Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλινδρομικός
παλίνδρομος
παλινηνεμία
παλινόρμενος
παλίνορσος
παλίνορτος
πάλιν
παλίνσκιος
παλινσκοπιά
παλίνσοος
παλινστομέω
παλίντιτος
παλίντονος
παλιντράπελος
παλιντριβής
παλίντροπος
παλιντυχής
παλινῳδέω
παλινῳδία
παλίουρος
παλιουροφόρος
View word page
παλινστομέω
παλινστομέω πᾰλιν-στομέω, to speak words of ill omen, Aesch.

ShortDef

to speak words of ill omen

Debugging

Headword:
παλινστομέω
Headword (normalized):
παλινστομέω
Headword (normalized/stripped):
παλινστομεω
IDX:
24208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24236
Key:
palinstome/w

Data

{'content': 'παλινστομέω\n πᾰλιν-στομέω,\n to speak words of ill omen, Aesch.', 'key': 'palinstome/w'}