Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλινδρομία
παλινδρομικός
παλίνδρομος
παλινηνεμία
παλινόρμενος
παλίνορσος
παλίνορτος
πάλιν
παλίνσκιος
παλινσκοπιά
παλίνσοος
παλινστομέω
παλίντιτος
παλίντονος
παλιντράπελος
παλιντριβής
παλίντροπος
παλιντυχής
παλινῳδέω
παλινῳδία
παλίουρος
View word page
παλίνσοος
παλίνσοος παλίν-σους, ουν, safe again, recovered, Anth.

ShortDef

safe again

Debugging

Headword:
παλίνσοος
Headword (normalized):
παλίνσοος
Headword (normalized/stripped):
παλινσοος
IDX:
24207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24235
Key:
pali/nsous

Data

{'content': 'παλίνσοος\n παλίν-σους, ουν,\n safe again, recovered, Anth.', 'key': 'pali/nsous'}