Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλινδρομέω
παλινδρομία
παλινδρομικός
παλίνδρομος
παλινηνεμία
παλινόρμενος
παλίνορσος
παλίνορτος
πάλιν
παλίνσκιος
παλινσκοπιά
παλίνσοος
παλινστομέω
παλίντιτος
παλίντονος
παλιντράπελος
παλιντριβής
παλίντροπος
παλιντυχής
παλινῳδέω
παλινῳδία
View word page
παλινσκοπιά
παλινσκοπιά παλιν-σκοπιά, ἡ, a looking back again; acc. as adv. in the opposite direction, Eur.

ShortDef

a looking back again

Debugging

Headword:
παλινσκοπιά
Headword (normalized):
παλινσκοπιά
Headword (normalized/stripped):
παλινσκοπια
IDX:
24206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24234
Key:
palinskopia/

Data

{'content': 'παλινσκοπιά\n παλιν-σκοπιά, ἡ,\n a looking back again; acc. as adv. in the opposite direction, Eur.', 'key': 'palinskopia/'}