Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παλιναυτόμολος
παλινδικία
παλινδίνητος
παλινδρομέω
παλινδρομία
παλινδρομικός
παλίνδρομος
παλινηνεμία
παλινόρμενος
παλίνορσος
παλίνορτος
πάλιν
παλίνσκιος
παλινσκοπιά
παλίνσοος
παλινστομέω
παλίντιτος
παλίντονος
παλιντράπελος
παλιντριβής
παλίντροπος
View word page
παλίνορτος
παλίνορτος πᾰλίν-ορτος, ον, = παλίνορσος recurring, inveterate, much like παλίγ-κοτος, Aesch.
ShortDef
recurring, inveterate
Debugging
Headword:
παλίνορτος
Headword (normalized):
παλίνορτος
Headword (normalized/stripped):
παλινορτος
IDX:
24203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24231
Key:
pali/nortos
Data
{'content': 'παλίνορτος\n πᾰλίν-ορτος, ον,\n = παλίνορσος\n recurring, inveterate, much like παλίγ-κοτος, Aesch.', 'key': 'pali/nortos'}