Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλινάγρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδικία
παλινδίνητος
παλινδρομέω
παλινδρομία
παλινδρομικός
παλίνδρομος
παλινηνεμία
παλινόρμενος
παλίνορσος
παλίνορτος
πάλιν
παλίνσκιος
παλινσκοπιά
παλίνσοος
παλινστομέω
παλίντιτος
παλίντονος
παλιντράπελος
View word page
παλινόρμενος
παλινόρμενος πᾰλῐν-όρμενος, η, ον rushing back, Il.

ShortDef

rushing back

Debugging

Headword:
παλινόρμενος
Headword (normalized):
παλινόρμενος
Headword (normalized/stripped):
παλινορμενος
IDX:
24201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24229
Key:
palino/rmenos

Data

{'content': 'παλινόρμενος\n πᾰλῐν-όρμενος, η, ον\n rushing back, Il.', 'key': 'palino/rmenos'}