Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παλίμψηστος
παλινάγρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδικία
παλινδίνητος
παλινδρομέω
παλινδρομία
παλινδρομικός
παλίνδρομος
παλινηνεμία
παλινόρμενος
παλίνορσος
παλίνορτος
πάλιν
παλίνσκιος
παλινσκοπιά
παλίνσοος
παλινστομέω
παλίντιτος
παλίντονος
View word page
παλινηνεμία
παλινηνεμία πᾰλῐ-νηνεμία, ἡ, a returning calm, Anth.
ShortDef
a returning calm
Debugging
Headword:
παλινηνεμία
Headword (normalized):
παλινηνεμία
Headword (normalized/stripped):
παλινηνεμια
IDX:
24200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24228
Key:
palinhnemi/a
Data
{'content': 'παλινηνεμία\n πᾰλῐ-νηνεμία, ἡ,\n a returning calm, Anth.', 'key': 'palinhnemi/a'}