Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παλιμπρυμνηδόν
παλίμφημος
παλίμψηστος
παλινάγρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδικία
παλινδίνητος
παλινδρομέω
παλινδρομία
παλινδρομικός
παλίνδρομος
παλινηνεμία
παλινόρμενος
παλίνορσος
παλίνορτος
πάλιν
παλίνσκιος
παλινσκοπιά
παλίνσοος
παλινστομέω
View word page
παλινδρομικός
παλινδρομικός πᾰλινδρομικός, ή, όν recurring, of the tide, Strab.
ShortDef
recurring
Debugging
Headword:
παλινδρομικός
Headword (normalized):
παλινδρομικός
Headword (normalized/stripped):
παλινδρομικος
IDX:
24198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24226
Key:
palindromiko/s
Data
{'content': 'παλινδρομικός\n πᾰλινδρομικός, ή, όν\n recurring, of the tide, Strab.', 'key': 'palindromiko/s'}