Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλίμποινος
παλιμπρυμνηδόν
παλίμφημος
παλίμψηστος
παλινάγρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδικία
παλινδίνητος
παλινδρομέω
παλινδρομία
παλινδρομικός
παλίνδρομος
παλινηνεμία
παλινόρμενος
παλίνορσος
παλίνορτος
πάλιν
παλίνσκιος
παλινσκοπιά
παλίνσοος
View word page
παλινδρομία
παλινδρομία πᾰλινδρομία, ἡ, a running back or backwards, Anth.

ShortDef

a running back

Debugging

Headword:
παλινδρομία
Headword (normalized):
παλινδρομία
Headword (normalized/stripped):
παλινδρομια
IDX:
24197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24225
Key:
palindromi/a

Data

{'content': 'παλινδρομία\n πᾰλινδρομία, ἡ,\n a running back or backwards, Anth.', 'key': 'palindromi/a'}