Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παλίμπλυτος
παλίμποινος
παλιμπρυμνηδόν
παλίμφημος
παλίμψηστος
παλινάγρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδικία
παλινδίνητος
παλινδρομέω
παλινδρομία
παλινδρομικός
παλίνδρομος
παλινηνεμία
παλινόρμενος
παλίνορσος
παλίνορτος
πάλιν
παλίνσκιος
παλινσκοπιά
View word page
παλινδρομέω
παλινδρομέω πᾰλινδρομέω, to run back again, of a ship, Plut.
ShortDef
to run back again
Debugging
Headword:
παλινδρομέω
Headword (normalized):
παλινδρομέω
Headword (normalized/stripped):
παλινδρομεω
IDX:
24196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24224
Key:
palindrome/w
Data
{'content': 'παλινδρομέω\n πᾰλινδρομέω,\n to run back again, of a ship, Plut.', 'key': 'palindrome/w'}