Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλίμπλυτος
παλίμποινος
παλιμπρυμνηδόν
παλίμφημος
παλίμψηστος
παλινάγρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδικία
παλινδίνητος
παλινδρομέω
παλινδρομία
παλινδρομικός
παλίνδρομος
παλινηνεμία
παλινόρμενος
παλίνορσος
παλίνορτος
πάλιν
View word page
παλινδικία
παλινδικία a second action, a new trial, Plut.

ShortDef

a second action, a new trial

Debugging

Headword:
παλινδικία
Headword (normalized):
παλινδικία
Headword (normalized/stripped):
παλινδικια
IDX:
24194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24222
Key:
palindiki/a

Data

{'content': 'παλινδικία\n a second action, a new trial, Plut.', 'key': 'palindiki/a'}