Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλίμπλυτος
παλίμποινος
παλιμπρυμνηδόν
παλίμφημος
παλίμψηστος
παλινάγρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδικία
παλινδίνητος
παλινδρομέω
παλινδρομία
παλινδρομικός
παλίνδρομος
παλινηνεμία
παλινόρμενος
παλίνορσος
παλίνορτος
View word page
παλιναυτόμολος
παλιναυτόμολος πᾰλῐν-αυτόμολος, ὁ, a double deserter, Xen.
ShortDef
a double deserter
Debugging
Headword:
παλιναυτόμολος
Headword (normalized):
παλιναυτόμολος
Headword (normalized/stripped):
παλιναυτομολος
IDX:
24193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24221
Key:
palinauto/molos
Data
{'content': 'παλιναυτόμολος\n πᾰλῐν-αυτόμολος, ὁ,\n a double deserter, Xen.', 'key': 'palinauto/molos'}