Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παλίμπηξις
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλίμπλυτος
παλίμποινος
παλιμπρυμνηδόν
παλίμφημος
παλίμψηστος
παλινάγρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδικία
παλινδίνητος
παλινδρομέω
παλινδρομία
παλινδρομικός
παλίνδρομος
παλινηνεμία
παλινόρμενος
παλίνορσος
View word page
παλιναυξής
παλιναυξής πᾰλῐν-αυξής, ές αὔξω growing again, Anth.
ShortDef
growing again
Debugging
Headword:
παλιναυξής
Headword (normalized):
παλιναυξής
Headword (normalized/stripped):
παλιναυξης
IDX:
24192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24220
Key:
palinauch/s
Data
{'content': 'παλιναυξής\n πᾰλῐν-αυξής, ές\n αὔξω\n growing again, Anth.', 'key': 'palinauch/s'}