Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναπίπτω
ἀναπλάσσω
ἀναπλέκω
ἀνάπλεος
ἀναπλέω
ἀναπληρόω
ἀναπλήρωσις
ἀναπληρωτέος
ἀνάπλοος
ἀναπλόω
ἀνάπνευμα
ἀνάπνευσις
ἀνάπνευστος
ἀναπνέω
ἀναπνοή
ἀναποδίζω
ἀνάποινος
ἀναπολέω
ἀναπολίζω
ἀναπομπή
ἀναπόμπιμος
View word page
ἀνάπνευμα
ἀνάπνευμα ἀναπνέω a resting-place, Pind.

ShortDef

a resting-place

Debugging

Headword:
ἀνάπνευμα
Headword (normalized):
ἀνάπνευμα
Headword (normalized/stripped):
αναπνευμα
IDX:
2421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2422
Key:
a)na/pneuma

Data

{'content': 'ἀνάπνευμα\n ἀναπνέω\n a resting-place, Pind.', 'key': 'a)na/pneuma'}