Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλιμπετής
παλίμπηξις
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλίμπλυτος
παλίμποινος
παλιμπρυμνηδόν
παλίμφημος
παλίμψηστος
παλινάγρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδικία
παλινδίνητος
παλινδρομέω
παλινδρομία
παλινδρομικός
παλίνδρομος
παλινηνεμία
παλινόρμενος
View word page
παλινάγρετος
παλινάγρετος πᾰλῐν-άγρετος, ον, ἀγρέω to be taken back or recalled, ἔπος οὐ παλινάγρετον an irrevocable word, Il.

ShortDef

to be taken back

Debugging

Headword:
παλινάγρετος
Headword (normalized):
παλινάγρετος
Headword (normalized/stripped):
παλιναγρετος
IDX:
24191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24219
Key:
palina/gretos

Data

{'content': 'παλινάγρετος\n πᾰλῐν-άγρετος, ον,\n ἀγρέω\n to be taken back or recalled, ἔπος οὐ παλινάγρετον an irrevocable word, Il.', 'key': 'palina/gretos'}