Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλιμμήκης
παλιμπετής
παλίμπηξις
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλίμπλυτος
παλίμποινος
παλιμπρυμνηδόν
παλίμφημος
παλίμψηστος
παλινάγρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδικία
παλινδίνητος
παλινδρομέω
παλινδρομία
παλινδρομικός
παλίνδρομος
παλινηνεμία
View word page
παλίμψηστος
παλίμψηστος πᾰλίμ-ψηστος, ον, ψάω scraped again, βιβλίον παλ. a palimpsest, i. e. a parchment from which one writing has been erased to make room for another, Plut.

ShortDef

scraped again

Debugging

Headword:
παλίμψηστος
Headword (normalized):
παλίμψηστος
Headword (normalized/stripped):
παλιμψηστος
IDX:
24190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24218
Key:
pali/myhstos

Data

{'content': 'παλίμψηστος\n πᾰλίμ-ψηστος, ον,\n ψάω\n scraped again, βιβλίον παλ. a palimpsest, i. e. a parchment from which one writing has been erased to make room for another, Plut.', 'key': 'pali/myhstos'}