Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλίμβολος
παλιμμήκης
παλιμπετής
παλίμπηξις
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλίμπλυτος
παλίμποινος
παλιμπρυμνηδόν
παλίμφημος
παλίμψηστος
παλινάγρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδικία
παλινδίνητος
παλινδρομέω
παλινδρομία
παλινδρομικός
παλίνδρομος
View word page
παλίμφημος
παλίμφημος πᾰλίμ-φημος, Doric πᾰλίμ-φᾱμος, ον, φήμη back-speaking, recanting, π. ἀοιδά παλινῳδία, Eur.

ShortDef

recanting

Debugging

Headword:
παλίμφημος
Headword (normalized):
παλίμφημος
Headword (normalized/stripped):
παλιμφημος
IDX:
24189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24217
Key:
pali/mfhmos

Data

{'content': 'παλίμφημος\n πᾰλίμ-φημος, Doric πᾰλίμ-φᾱμος, ον,\n φήμη\n back-speaking, recanting, π. ἀοιδά παλινῳδία, Eur.', 'key': 'pali/mfhmos'}