παλίμποινος
παλίμποινος
πᾰλίμ-ποινος, ον,
ποινη
retributive: παλίμποινα, ων, τά, retribution, repayment, Aesch.
{
"content": "παλίμποινος\n πᾰλίμ-ποινος, ον,\n ποινη\n retributive: παλίμποινα, ων, τά, retribution, repayment, Aesch.",
"key": "pali/mpoinos"
}