Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλίλλογος
παλίμβαμος
παλιμβλαστής
παλίμβολος
παλιμμήκης
παλιμπετής
παλίμπηξις
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλίμπλυτος
παλίμποινος
παλιμπρυμνηδόν
παλίμφημος
παλίμψηστος
παλινάγρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδικία
παλινδίνητος
παλινδρομέω
View word page
παλίμπλυτος
παλίμπλυτος πᾰλίμ-πλῠτος, ον, washed up again, vamped up; metaph. of a plagiarist, Anth.

ShortDef

washed up again, vamped up

Debugging

Headword:
παλίμπλυτος
Headword (normalized):
παλίμπλυτος
Headword (normalized/stripped):
παλιμπλυτος
IDX:
24186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24214
Key:
pali/mplutos

Data

{'content': 'παλίμπλυτος\n πᾰλίμ-πλῠτος, ον,\n washed up again, vamped up; metaph. of a plagiarist, Anth.', 'key': 'pali/mplutos'}