Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλιλλογία
παλίλλογος
παλίμβαμος
παλιμβλαστής
παλίμβολος
παλιμμήκης
παλιμπετής
παλίμπηξις
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλίμπλυτος
παλίμποινος
παλιμπρυμνηδόν
παλίμφημος
παλίμψηστος
παλινάγρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδικία
παλινδίνητος
View word page
παλιμπλανής
παλιμπλανής πᾰλιμ-πλᾰνής, ές wandering to and fro, Anth.

ShortDef

wandering to and fro

Debugging

Headword:
παλιμπλανής
Headword (normalized):
παλιμπλανής
Headword (normalized/stripped):
παλιμπλανης
IDX:
24185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24213
Key:
palimplanh/s

Data

{'content': 'παλιμπλανής\n πᾰλιμ-πλᾰνής, ές\n wandering to and fro, Anth.', 'key': 'palimplanh/s'}