Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παλιλλογέω
παλιλλογία
παλίλλογος
παλίμβαμος
παλιμβλαστής
παλίμβολος
παλιμμήκης
παλιμπετής
παλίμπηξις
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλίμπλυτος
παλίμποινος
παλιμπρυμνηδόν
παλίμφημος
παλίμψηστος
παλινάγρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
παλινδικία
View word page
παλιμπλάζομαι
παλιμπλάζομαι πᾰλιμ-πλάζομαι, Pass. to wander back, only in aor. 1 part. παλιμπλαγχθείς wandering homewards, Hom.
ShortDef
to wander back
Debugging
Headword:
παλιμπλάζομαι
Headword (normalized):
παλιμπλάζομαι
Headword (normalized/stripped):
παλιμπλαζομαι
IDX:
24184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24212
Key:
palimpla/zomai
Data
{'content': 'παλιμπλάζομαι\n πᾰλιμ-πλάζομαι,\n Pass. to wander back, only in aor. 1 part. παλιμπλαγχθείς wandering homewards, Hom.', 'key': 'palimpla/zomai'}