Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλίγκραιπνος
παλιλλογέω
παλιλλογία
παλίλλογος
παλίμβαμος
παλιμβλαστής
παλίμβολος
παλιμμήκης
παλιμπετής
παλίμπηξις
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλίμπλυτος
παλίμποινος
παλιμπρυμνηδόν
παλίμφημος
παλίμψηστος
παλινάγρετος
παλιναυξής
παλιναυτόμολος
View word page
παλίμπλαγκτος
παλίμπλαγκτος πᾰλίμ-πλαγκτος, ον, back-wandering, Aesch.

ShortDef

back-wandering

Debugging

Headword:
παλίμπλαγκτος
Headword (normalized):
παλίμπλαγκτος
Headword (normalized/stripped):
παλιμπλαγκτος
IDX:
24183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24211
Key:
pali/mplagktos

Data

{'content': 'παλίμπλαγκτος\n πᾰλίμ-πλαγκτος, ον,\n back-wandering, Aesch.', 'key': 'pali/mplagktos'}