Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παλίγκοτος
παλίγκραιπνος
παλιλλογέω
παλιλλογία
παλίλλογος
παλίμβαμος
παλιμβλαστής
παλίμβολος
παλιμμήκης
παλιμπετής
παλίμπηξις
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλίμπλυτος
παλίμποινος
παλιμπρυμνηδόν
παλίμφημος
παλίμψηστος
παλινάγρετος
παλιναυξής
View word page
παλίμπηξις
παλίμπηξις πᾰλίμ-πηξις, εως, πήγνυμι a patching up or cobbling of shoes, Theophr.
ShortDef
a patching up
Debugging
Headword:
παλίμπηξις
Headword (normalized):
παλίμπηξις
Headword (normalized/stripped):
παλιμπηξις
IDX:
24182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24210
Key:
pali/mphcis
Data
{'content': 'παλίμπηξις\n πᾰλίμ-πηξις, εως,\n πήγνυμι\n a patching up or cobbling of shoes, Theophr.', 'key': 'pali/mphcis'}