Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

παλιγκάπηλος
παλίγκοτος
παλίγκραιπνος
παλιλλογέω
παλιλλογία
παλίλλογος
παλίμβαμος
παλιμβλαστής
παλίμβολος
παλιμμήκης
παλιμπετής
παλίμπηξις
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλίμπλυτος
παλίμποινος
παλιμπρυμνηδόν
παλίμφημος
παλίμψηστος
παλινάγρετος
View word page
παλιμπετής
παλιμπετής πᾰλιμ-πετής, ές πίπτω falling back:—in neut. as adv., back, back again, Hom.

ShortDef

falling back

Debugging

Headword:
παλιμπετής
Headword (normalized):
παλιμπετής
Headword (normalized/stripped):
παλιμπετης
IDX:
24181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24209
Key:
palimpeth/s

Data

{'content': 'παλιμπετής\n πᾰλιμ-πετής, ές\n πίπτω\n falling back:—in neut. as adv., back, back again, Hom.', 'key': 'palimpeth/s'}