Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
παλιγκαπηλεύω
παλιγκάπηλος
παλίγκοτος
παλίγκραιπνος
παλιλλογέω
παλιλλογία
παλίλλογος
παλίμβαμος
παλιμβλαστής
παλίμβολος
παλιμμήκης
παλιμπετής
παλίμπηξις
παλίμπλαγκτος
παλιμπλάζομαι
παλιμπλανής
παλίμπλυτος
παλίμποινος
παλιμπρυμνηδόν
παλίμφημος
παλίμψηστος
View word page
παλιμμήκης
παλιμμήκης πᾰλιμ-μήκης, ες μῆκος doubly long, Aesch.
ShortDef
doubly long
Debugging
Headword:
παλιμμήκης
Headword (normalized):
παλιμμήκης
Headword (normalized/stripped):
παλιμμηκης
IDX:
24180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n24208
Key:
palimmh/khs
Data
{'content': 'παλιμμήκης\n πᾰλιμ-μήκης, ες\n μῆκος\n doubly long, Aesch.', 'key': 'palimmh/khs'}